- καταχθόνιος
- καταχθόνιοςsubterraneanmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχθόνιος — α, ο (AM καταχθόνιος, ον) αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργος («καταχθόνιος άνθρωπος») 2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός 3 … Dictionary of Greek
καταχθόνιος — α, ο ύπουλος, ραδιούργος: Έχει καταχθόνια σχέδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχθόνιον — καταχθόνιος subterranean masc/fem acc sg καταχθόνιος subterranean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίοις — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίου — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίους — καταχθόνιος subterranean masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίων — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθονίῳ — καταχθόνιος subterranean masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθόνια — καταχθόνιος subterranean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχθόνιε — καταχθόνιος subterranean masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)